χαλκοπληθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχαλκοπληθής,ής,ές
- πλήρης χαλκού, πολύ καλά οπλισμένος με χάλκινα όπλα και ασπίδες (για στρατό, ίσως και για στρατιώτη)
΅: χαλκοπληθῆ Δαναϊδῶν ὁρμᾶν στρατὸν (Ευριπίδης)