Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλκότοξος < χαλκός + τόξον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαλκότοξος, -ος, -ον

  1. με χάλκινο τόξο
    χαλκότοξων Αμαζόνων