Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάλκασπις < χαλκός + ἀσπίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάλκασπις αρσενικό ή θηλυκόεπίθετο)

  1. εκείνος που έχει ασπίδα από χαλκό ή λαμπερή σαν το χαλκό, επίθετο του Άρη και του Ηρακλή
    χάλκασπις ἀνήρ θεοῖς πλάθει πατρός θείῳ πυρί παμφαής
  2. στον πληθυντικό, μονάδα του μακεδονικού στρατού
    ὁ βασιλεύς ἀντέταξε τῶν τε Μακεδόνων τούς χαλκάσπιδας καί τούς Ἰλλυριούς (Πολύβιος)
  3. ο μετέχων ως αθλητής στον αγώνα δρόμου με όπλα (συνώνυμο: ὁπλιτοδρόμος, δηλαδή τρέχοντας με θώρακα, ακόντιο ή σπαθί ή τόξο και βέλη και ασπίδα)