Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χαλκάρματος οι χαλκάρματοι
      γενική του χαλκάρματου των χαλκάρματων
    αιτιατική τον χαλκάρματο τους χαλκάρματους
     κλητική χαλκάρματε χαλκάρματοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκάρματος < αρχαία ελληνική χαλκάρματος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλκάρματος αρσενικό

  1. εκείνος με το άρμα από χαλκό, το λαμπερό άρμα
  2. επίθετο του Άρη



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκάρματος < χαλκός + ἅρμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλκάρματος αρσενικό

  1. εκείνος που έχει άρμα από χαλκό, λαμπερό σαν του χαλκό
  2. επίθετο του ΄Αρη
    οὔτι που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι : δεν είναι ο Απόλλων αυτός, ούτε ο χαλκάρματος <εννοείται Άρης> (Πίνδαρος)