Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκοκνήμις < χαλκός + κνημίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαλκοκνήμις αρσενικό ή θηλυκό

ἀγασσάμενοι χαλκοκνήμιδες Ἀχαιοί (Ιλιάδα)