↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαλκοπόδαρος η χαλκοπόδαρη το χαλκοπόδαρο
      γενική του χαλκοπόδαρου της χαλκοπόδαρης του χαλκοπόδαρου
    αιτιατική τον χαλκοπόδαρο τη χαλκοπόδαρη το χαλκοπόδαρο
     κλητική χαλκοπόδαρε χαλκοπόδαρη χαλκοπόδαρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαλκοπόδαροι οι χαλκοπόδαρες τα χαλκοπόδαρα
      γενική των χαλκοπόδαρων των χαλκοπόδαρων των χαλκοπόδαρων
    αιτιατική τους χαλκοπόδαρους τις χαλκοπόδαρες τα χαλκοπόδαρα
     κλητική χαλκοπόδαροι χαλκοπόδαρες χαλκοπόδαρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλκοπόδαρος < σχηματίστηκε (κατ' αναλογία προς το ξυλοπόδαρος, βρομοπόδαρος, κατσικοπόδαρος) για να αποδόσει την αρχαία ελληνική χαλκόπους, χαλκο- + -πόδαρος

  Επίθετο

επεξεργασία

χαλκοπόδαρος

  1. με πόδια σαν από χαλκό, ανθεκτικά, γερά, για μακρινά ταξίδια, για καταδίωξη
    οι χαλκοπόδαρες ερινύες
  2. με άκρα που έχουν πέταλο από μέταλλο (για ζώα)
  3. με βάση από χαλκό
    χαλκοπόδαρος τρίποδας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία