Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλκόπους < χαλκός + πούς

  Επίθετο

επεξεργασία

χαλκόπους αρσενικό ή θηλυκό

  1. χαλκοπόδαρος,-η.-ο, με χάλκινα πόδια, πολύ γερά, (μεταφορικά) ακαταπόνητος στο περπάτημα, στην καταδίωξη
    χαλκόπουςἘρινύς
  2. για άλογα, που έχουν πέταλα, αλλά και επειδή είναι πιο ανθεκτικά στη βάδιση από τον άνθρωπο
  3. (μεταφορικά) χαλκοστρωμένος και χαλκόστρωτος, για δρόμους σε περιοχές με ορυχεία χαλκού ή για δρόμους δύσβατους ή μακρινές διαδρομές, κατάλληλες μόνο για ανθεκτικό ζώο (με ή χωρίς πέταλα)
  4. ίσως για κατώφλι πόρτας που έχει επιμετάλλωση
  5. που έχει βάση από χαλκό ή παρόμοιο μέταλλο, π.χ. ο τρίποδας
    χαλκόπους τρίπους