χαλκόπους
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχαλκόπους αρσενικό ή θηλυκό
- χαλκοπόδαρος,-η.-ο, με χάλκινα πόδια, πολύ γερά, (μεταφορικά) ακαταπόνητος στο περπάτημα, στην καταδίωξη
- χαλκόπουςἘρινύς
- για άλογα, που έχουν πέταλα, αλλά και επειδή είναι πιο ανθεκτικά στη βάδιση από τον άνθρωπο
- (μεταφορικά) χαλκοστρωμένος και χαλκόστρωτος, για δρόμους σε περιοχές με ορυχεία χαλκού ή για δρόμους δύσβατους ή μακρινές διαδρομές, κατάλληλες μόνο για ανθεκτικό ζώο (με ή χωρίς πέταλα)
- ίσως για κατώφλι πόρτας που έχει επιμετάλλωση
- που έχει βάση από χαλκό ή παρόμοιο μέταλλο, π.χ. ο τρίποδας
- χαλκόπους τρίπους