βρομοπόδαρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βρομοπόδαρος < βρομο- + -πόδαρος κατά το βρομοπόδαρο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vɾo.moˈpo.ða.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρο‐μο‐πό‐δα‐ρος
Επίθετο επεξεργασία
βρομοπόδαρος, -η, -ο
- (μειωτικό) που έχει δύσοσμα πόδια
- ※ [ουσιαστικοποιημένο] Σαν μολύβι ένιωσε τον γδούπο από το ρόπαλο στην πλάτη και ταυτόχρονα άκουσε τη βρισιά: «Ουστ, βρομοπόδαρε!». Αυθόρμητα βγήκε η κραυγή από τα σπλάχνα του (Μάκης Καραγιάννης, Πόλη χωρίς θεούς, εκδ. Μεταίχμιο, 2016 [1])
Άλλες γραφές επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βρομοπόδαρος
|
Πηγές επεξεργασία
- ?