Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαλκοβατής < χαλκός + βαίνω

  Επίθετο επεξεργασία

χαλκοβατής,-ής, -ές

  • που βαδίζει πένω σε χαλκό, με γερά θεμέλια (για τους οίκους του Δία και βασιλιάδων), με πάτωμα χαλκοστρρωμένο ή λαμπερό