χαλκόνωτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχαλκόνωτος αρσενικό ή θηλυκό
- που έχει τα νώτα του καλυμμένα με κάτι από χαλκό (π.χ. ασπίδα)
- (για ασπίδα) που εχει επένδυση χαλκού
- ψυχὴν ἀφῆκεν Ἕκτορος τοῦ σοῦ γόνος: φόβον τ᾽ Ἀχαιῶν, χαλκόνωτον ἀσπίδα τήνδ᾽, ἣν πατὴρ τοῦδ᾽ ἀμφὶ πλεύρ᾽ ἐβάλλετο
- χαλκόνωτον ἰτέαν (ιτέα: η ιτιά αλλά και ασπίδα πλεγμένη από κλαριά που τα επικάλυπταν με γύψο και από πάνω με δέρμα ή ελάσματα χαλκού)