Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλκόνωτος < χαλκός + νῶτον

  Επίθετο

επεξεργασία

χαλκόνωτος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που έχει τα νώτα του καλυμμένα με κάτι από χαλκό (π.χ. ασπίδα)
  2. (για ασπίδα) που εχει επένδυση χαλκού
    ψυχὴν ἀφῆκεν Ἕκτορος τοῦ σοῦ γόνος: φόβον τ᾽ Ἀχαιῶν, χαλκόνωτον ἀσπίδα τήνδ᾽, ἣν πατὴρ τοῦδ᾽ ἀμφὶ πλεύρ᾽ ἐβάλλετο
    χαλκόνωτον ἰτέαν (ιτέα: η ιτιά αλλά και ασπίδα πλεγμένη από κλαριά που τα επικάλυπταν με γύψο και από πάνω με δέρμα ή ελάσματα χαλκού)