χαλκέγχης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχαλκέγχης,-ης, -ες (ή χαλκεγχής,-ές)
- εκείνος που έχει δόρυ, λόγχη, ξίφος από χαλκό, ο πολεμιστής
- χαλκεγχέων Τρώων (Ευριπίδης)
χαλκέγχης,-ης, -ες (ή χαλκεγχής,-ές)