Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἔγχος, -εος & -ους ουδέτερο

  1. το κοντάρι
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 10 (Κ. Δολώνεια.), στίχ. 135
    εἵλετο δ᾽ ἄλκιμον ἔγχος, ἀκαχμένον ὀξέϊ χαλκῷ,
    κοντάρι επήρε δυνατό μ᾽ ακονισμένην λόγχην,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Τραχίνιαι, στίχ. 1014 (1013-1014)
    ὠλεκόμαν ὁ τάλας, καὶ νῦν ἐπὶ τῷδε νοσοῦντι | οὐ πῦρ, οὐκ ἔγχος τις ὀνήσιμον οὐκέτι τρέψει;
    κι ενώ τώρα ο ταλαίπωρος τέτοια υποφέρω, | δε θα γυρίσει κανείς καταπάνω μου ή ένα κοντάρι, ή να μου βάλει φωτιά να γλιτώνω;
    Μετάφραση χ.χ.: Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  2. οποιοδήποτε όπλο, ξίφος, βέλος κλπ
  3. μπάλα, τόπι