Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλκόκροτος < χαλκός + κρότος

  Επίθετο

επεξεργασία

χαλκόκροτος, -ος, -ον

  1. επίθετο της θεάς Δήμητρας επειδή στη λατρεία της έκρουαν όργανα με χάλκινο ήχο
  2. ήχος από κρούση χαλκών
    χαλκόκροτοι ἵπποι (από τον ήχο των χάλκινων πετάλων τους)
  3. όπλο από χαλκό
    χαλκόκροτον δὲ λαβοῦσα νεκρῶν πάρα φάσγανον εἴσω σαρκὸς ἔβαψεν: και παίρνοντας το χάλκινο όπλο των νεκρών <γιών της> το έχωσε στην σάρκα της (Ευριπίδης)
  4. ο πληθ. του ουδετέρου και ως ουσιαστικό
    χαλκόκροτα: τα χάλκινα κουζινικά