χαλκαδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαλκαδάκι | τα | χαλκαδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | χαλκαδάκι | τα | χαλκαδάκια |
κλητική | χαλκαδάκι | χαλκαδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαλκαδάκι < χαλκάς, χαλκάδ(ες) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαλκαδάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαλκαδάκι
|