χαλκοβαρής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχαλκοβαρής αρσενικό, χαλκοβάρεια θηλυκό, χαλκοβαρές ουδέτερο
- φορτωμένος με χαλκό, βαρύς
- δόρυ χαλκοβαρές
- ἰὸς χαλκοβαρής,
- ἄλλου δ᾽ ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια