Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νομισματοποιώ < νόμισμα + -ο- + -ποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική monetize)

  Ρήμα επεξεργασία

νομισματοποιώ (παθητική φωνή: νομισματοποιούμαι)

  1. (οικονομία) μετατρέπω κάτι (π.χ. έναν (χρηματιστηριακό τίτλο) σε νόμισμα
  2. (οικονομία) καθιερώνω ένα νόμισμα ως νόμιμο χρήμα
  3. (οικονομία) εκδίδω νόμισμα, τυπώνω χρήματα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία