↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νομισματοποίηση οι νομισματοποιήσεις
      γενική της νομισματοποίησης των νομισματοποιήσεων
    αιτιατική τη νομισματοποίηση τις νομισματοποιήσεις
     κλητική νομισματοποίηση νομισματοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νομισματοποίηση < νομισματοποιώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική monetization)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νομισματοποίηση θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία