coin
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coin | coins |
coin (en)
- το νόμισμα
- ⮡ gold coins - χρυσά νομίσματα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | coin |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coins |
αόριστος | coined |
παθητική μετοχή | coined |
ενεργητική μετοχή | coining |
coin (en)
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coin | coins |
coin (fr)