γωνιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γωνιά | οι | γωνιές |
γενική | της | γωνιάς | των | γωνιών |
αιτιατική | τη | γωνιά | τις | γωνιές |
κλητική | γωνιά | γωνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γωνιά < μεσαιωνική ελληνική γωνιά < αρχαία ελληνική γωνία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγωνιά θηλυκό
- το ακριανό μέρος ενός χώρου, ο χώρος που σχηματίζεται ανάμεσα σε γειτονικές πλευρές ή επιφάνειες
- η συμβολή δύο δρόμων
- τόπος μακρινός ή σχετικά απομονωμένος
- (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) τζάκι
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα) η εστία της κουζίνας