Geldstück
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Geldstück | die | Geldstücke |
γενική | des | Geldstücks Geldstückes |
der | Geldstücke |
δοτική | dem | Geldstück Geldstücke |
den | Geldstücken |
αιτιατική | das | Geldstück | die | Geldstücke |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Geldstück (de), ουδέτερο