↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νομισματοθήκη οι νομισματοθήκες
      γενική της νομισματοθήκης των νομισματοθηκών
    αιτιατική τη νομισματοθήκη τις νομισματοθήκες
     κλητική νομισματοθήκη νομισματοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νομισματοθήκη < νόμισμα + θήκη ( < τίθημι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νομισματοθήκη θηλυκό

  1. αντικείμενο κατάλληλο για την τοποθέτηση και φύλαξη νομισμάτων
  2. μουσείο που εκθέτει μια συλλογή νομισμάτων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία