νομισματοθήκη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανομισματοθήκη θηλυκό
- αντικείμενο κατάλληλο για την τοποθέτηση και φύλαξη νομισμάτων
- μουσείο που εκθέτει μια συλλογή νομισμάτων
Μεταφράσεις
επεξεργασία νομισματοθήκη
|