Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
moeda moedas

moeda (pt) θηλυκό

  1. το νόμισμα
  2. (στον πληθυντικό) τα ψιλά