Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νομισματοκοπείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
νομισματοκοπεί
ο
τα
νομισματοκοπεί
α
γενική
του
νομισματοκοπεί
ου
των
νομισματοκοπεί
ων
αιτιατική
το
νομισματοκοπεί
ο
τα
νομισματοκοπεί
α
κλητική
νομισματοκοπεί
ο
νομισματοκοπεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νομισματοκοπείο
<
νόμισμα
+
κόπτω
+
-είο
(κατάληξη τοπικών ουσιαστικών)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νομισματοκοπείο
ουδέτερο
το
εργοστάσιο
που
εκδίδει
τα
κέρματα
και
χαρτονομίσματα
που κυκλοφορούν σε ένα κράτος
Συγγενικά
επεξεργασία
νομισματοκοπία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νομισματοκοπείο
αγγλικά
:
mint
(en)