Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀντικόπτω < ἀντι- + κόπτω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀντικόπτω

  1. (αμετάβατο) αντικρούω
  2. αντιστέκομαι

  Πηγές επεξεργασία