Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. παραζαλίζω < παραζάλη + -ίζω
  2. παραζαλίζω < παρα- + ζαλίζω

παραζαλίζω (παθητική φωνή: παραζαλίζομαι)

  1. ενοχλώ, ταράζω, αναστατώνω
  2. ζαλίζω κάποιον σε μεγάλο βαθμό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία