παραζάλισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραζάλισμα < παραζαλίζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραζάλισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραζαλίζω
- ενόχληση, ταραχή, αναστάτωση
- ζάλισμα σε μεγάλο βαθμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραζάλισμα
|