Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

/ˈælkəʊv/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. μικρή εσοχή σε δωμάτιο, κόγχη (ή μεταφορική χρήση αλλού)
  2. κοίλωμα σε βράχο