πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄρσῐς αἱ ἄρσεις
      γενική τῆς ἄρσεως τῶν ἄρσεων
      δοτική τῇ ἄρσει ταῖς ἄρσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἄρσῐν τὰς ἄρσεις
     κλητική ! ἄρσῐ ἄρσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄρσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀρσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄρσις < αἴρω + -σις

Ουσιαστικό

επεξεργασία