→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φρενόπληκτος τὸ φρενόπληκτον
      γενική τοῦ/τῆς φρενοπλήκτου τοῦ φρενοπλήκτου
      δοτική τῷ/τῇ φρενοπλήκτ τῷ φρενοπλήκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν φρενόπληκτον τὸ φρενόπληκτον
     κλητική ! φρενόπληκτε φρενόπληκτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φρενόπληκτοι τὰ φρενόπληκτ
      γενική τῶν φρενοπλήκτων τῶν φρενοπλήκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς φρενοπλήκτοις τοῖς φρενοπλήκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φρενοπλήκτους τὰ φρενόπληκτ
     κλητική ! φρενόπληκτοι φρενόπληκτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φρενοπλήκτω τὼ φρενοπλήκτω
      γεν-δοτ τοῖν φρενοπλήκτοιν τοῖν φρενοπλήκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρενόπληκτος < (φρήν) φρεν- + -ό- + -πληκτος (πλήττω / πλήσσω)

  Επίθετο

επεξεργασία

φρενόπληκτος, -ος, -ον