Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρενιτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φρενιτικ
ός
η
φρενιτικ
ή
το
φρενιτικ
ό
γενική
του
φρενιτικ
ού
της
φρενιτικ
ής
του
φρενιτικ
ού
αιτιατική
τον
φρενιτικ
ό
τη
φρενιτικ
ή
το
φρενιτικ
ό
κλητική
φρενιτικ
έ
φρενιτικ
ή
φρενιτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φρενιτικ
οί
οι
φρενιτικ
ές
τα
φρενιτικ
ά
γενική
των
φρενιτικ
ών
των
φρενιτικ
ών
των
φρενιτικ
ών
αιτιατική
τους
φρενιτικ
ούς
τις
φρενιτικ
ές
τα
φρενιτικ
ά
κλητική
φρενιτικ
οί
φρενιτικ
ές
φρενιτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φρενιτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
φρενιτικός
σχετικός με τη
φρενίτιδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρενιτικός