σχιζοφρενικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σχιζοφρενικός < σχιζοφρενής + -ικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sçi.zo.fɾe.niˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /sçi.zo.fɾe.niˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /sçi.zo.fɾe.niˈko/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
σχιζοφρενικός
- που έχει σχέση με την σχιζοφρένεια ή τον σχιζοφρενή ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά επεξεργασία
- σχιζοφρενικά
- → δείτε τη λέξη σχιζοφρενής
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχιζοφρενικός