σχιζοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σχιζοειδής | η | σχιζοειδής | το | σχιζοειδές |
γενική | του | σχιζοειδούς* | της | σχιζοειδούς | του | σχιζοειδούς |
αιτιατική | τον | σχιζοειδή | τη | σχιζοειδή | το | σχιζοειδές |
κλητική | σχιζοειδή(ς) | σχιζοειδής | σχιζοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σχιζοειδείς | οι | σχιζοειδείς | τα | σχιζοειδή |
γενική | των | σχιζοειδών | των | σχιζοειδών | των | σχιζοειδών |
αιτιατική | τους | σχιζοειδείς | τις | σχιζοειδείς | τα | σχιζοειδή |
κλητική | σχιζοειδείς | σχιζοειδείς | σχιζοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχιζοειδής < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γερμανική schizoid[1] ή (άμεσο δάνειο) αγγλική schizoid[2] < schiz- < αρχαία ελληνική σχίζω + -oid < εἶδος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sçi.zo.iˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχι‐ζο‐ει‐δής
Επίθετο
επεξεργασίασχιζοειδής, -ής, -ές
- (ψυχιατρική) που έχει ψυχικά χαρακτηριστικά που εκδηλώνονται με τρόπο που δημιουργεί δυσκολίες στην κοινωνική προσαρμογή, χωρίς όμως τις διαταραχές της σχιζοφρένειας
- (μεταφορικά) που εκδηλώνει έντονες αντιφάσεις, παραλογισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σχιζοειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- σχιζοειδής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)