αντίφαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντίφαση | οι | αντιφάσεις |
γενική | της | αντίφασης* | των | αντιφάσεων |
αιτιατική | την | αντίφαση | τις | αντιφάσεις |
κλητική | αντίφαση | αντιφάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντιφάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντίφαση < αρχαία ελληνική ἀντίφασις < ἀντίφημι < ἀντί + φημί
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anˈdi.fa.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντίφαση θηλυκό
- (λογική) η ύπαρξη έγκυρων συνεπαγωγών που ξεκινούν από μία θέση (ή θέσεις) και καταλήγουν σε μία πρόταση που είναι ψευδής ή ισοδύναμα, σε μια πρόταση και την άρνησή της, κάτι που αποδεικνύει ότι η θέση δεν μπορεί να είναι αληθής
- (λογική) σύνθετη λογική πρόταση που είναι πάντα 'Ψευδής'[1]
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΥπερώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντίφαση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Γέωργιος Βούρος, Πάτρα 2002, «Διακριτά Μαθηματικά», σελ. 22. Προσπέλαση 2020-03-03