σχίζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σχίζα | οι | σχίζες |
γενική | της | σχίζας | των | σχιζών |
αιτιατική | τη | σχίζα | τις | σχίζες |
κλητική | σχίζα | σχίζες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σχίζα < αρχαία ελληνική σχίζα < σχίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχίζα θηλυκό
- κομματάκι από ξύλο που έχει σχιστεί, με αιχμηρές άκρες
- αντίστοιχο κομματάκι κόκκαλου
- Τότε αφού κάμαν τες ευχές κι ερίξαν το κριθάρι, / των σφακτών στρέψαν τους λαιμούς, τα έσφαξαν, τα γδάραν, / τα μεριά κόψαν, με διπλό κνισάρι τα σκεπάσαν / κι επάνω τους ωμά 'βαλαν κομμάτια και στες σχίζες / λαμπρό κρασί τα εράντιζε και τα 'καιεν ο γέρος / και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια τού κρατούσαν (Όμηρος, Ιλιάδα, Α459-464, μετάφραση Ιάκωβος Πολυλάς)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σχίζα
|