σχιστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχιστικότητα < σχιστικός + .1-σχιστικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασχιστικότητα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχιστικότητα
|
Πηγές
επεξεργασία- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
σχιστικότητα θηλυκό
|