↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η σχιστοσωμίαση
      γενική της σχιστοσωμίασης*
    αιτιατική τη σχιστοσωμίαση
     κλητική σχιστοσωμίαση
* παλιότερος λόγιος τύπος, σχιστοσωμιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχιστοσωμίαση < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από την αγγλική schistosomiasis

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχιστοσωμίαση θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (πάθηση, ιατρική) λοιμώδης ασθένεια που προκαλείται από το παρασιτικό σκουλήκι του γένους Schistosoma
    ※  Η σχιστοσωμίαση είναι μια λοίμωξη με παγκόσμια εμφάνιση. Τον άνθρωπο προσβάλλουν τρία είδη σχιστοσωμάτων τα οποία απαντώνται στην περιοχή του Ανω και του Κάτω Νείλου, στη Σαουδική Αραβία, στη Δυτική και την Τροπική Αφρική, στην Αραβία, στην Καραϊβική και στην Απω Ανατολή. Η λοίμωξη αυτή προκαλείται από παράσιτα που ζουν και πολλαπλασιάζονται μέσα σε συγκεκριμένα υδρόβια σαλιγκάρια. Τα μολυσμένα σαλιγκάρια απελευθερώνουν μεγάλους αριθμούς πολύ μικρών νυμφών, οι οποίες κολυμπούν ελεύθερα στο νερό και έχουν τη δυνατότητα να μπαίνουν στο ανθρώπινο σώμα διαμέσου του δέρματος.
    Σχιστοσωμίαση, 11-03-2011, @in.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 02-09-2024.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.