κατασχίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατασχίζω < λόγια επίδραση στο κατασκίζω ([sk] > [sx]) με επίδραση από την αρχαία ελληνική κατασχίζω (κόβω στα δύο). Μορφολογικά, κατα- + σχίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈsçi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐σχί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακατασχίζω, πρτ.: κατέχιζα, αόρ.: κατέσχισα/κατάσχισα, παθ.φωνή: κατασχίζομαι, π.αόρ.: κατασχίσθηκα, μτχ.π.π.: κατασχισμένος
- λόγια εκφορά του κατασκίζω
Κλίση
επεξεργασίαΣυγκρίνετε με το κατασκίζω
- → λείπει η κλίση
- παρατατικοί: κατέσχιζα, κατάσχιζω, αόριστοι κατέσχισα, κατάσχισα
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασχίζομαι | κατασχιζόμουν(α) | θα κατασχίζομαι | να κατασχίζομαι | ||
β' ενικ. | κατασχίζεσαι | κατασχιζόσουν(α) | θα κατασχίζεσαι | να κατασχίζεσαι | ||
γ' ενικ. | κατασχίζεται | κατασχιζόταν(ε) | θα κατασχίζεται | να κατασχίζεται | ||
α' πληθ. | κατασχιζόμαστε | κατασχιζόμαστε κατασχιζόμασταν |
θα κατασχιζόμαστε | να κατασχιζόμαστε | ||
β' πληθ. | κατασχίζεστε | κατασχιζόσαστε κατασχιζόσασταν |
θα κατασχίζεστε | να κατασχίζεστε | (κατασχίζεστε) | |
γ' πληθ. | κατασχίζονται | κατασχίζονταν κατασχιζόντουσαν |
θα κατασχίζονται | να κατασχίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασχίσθηκα | θα κατασχισθώ | να κατασχισθώ | κατασχισθεί | ||
β' ενικ. | κατασχίσθηκες | θα κατασχισθείς | να κατασχισθείς | κατασχίσου | ||
γ' ενικ. | κατασχίσθηκε | θα κατασχισθεί | να κατασχισθεί | |||
α' πληθ. | κατασχισθήκαμε | θα κατασχισθούμε | να κατασχισθούμε | |||
β' πληθ. | κατασχισθήκατε | θα κατασχισθείτε | να κατασχισθείτε | κατασχισθείτε | ||
γ' πληθ. | κατασχίσθηκαν κατασχισθήκαν(ε) |
θα κατασχισθούν(ε) | να κατασχισθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατασχισθεί | είχα κατασχισθεί | θα έχω κατασχισθεί | να έχω κατασχισθεί | κατασχισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κατασχισθεί | είχες κατασχισθεί | θα έχεις κατασχισθεί | να έχεις κατασχισθεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατασχισθεί | είχε κατασχισθεί | θα έχει κατασχισθεί | να έχει κατασχισθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασχισθεί | είχαμε κατασχισθεί | θα έχουμε κατασχισθεί | να έχουμε κατασχισθεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατασχισθεί | είχατε κατασχισθεί | θα έχετε κατασχισθεί | να έχετε κατασχισθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασχισθεί | είχαν κατασχισθεί | θα έχουν κατασχισθεί | να έχουν κατασχισθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κατασχισμένος - είμαστε, είστε, είναι κατασχισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κατασχισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κατασχισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κατασχισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κατασχισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κατασχισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κατασχισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασχίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- κατασκίζω, κατασχίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας