Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατασχίζω < λόγια επίδραση στο κατασκίζω ([sk] > [sx]) με επίδραση από την αρχαία ελληνική κατασχίζω (κόβω στα δύο). Μορφολογικά, κατα- + σχίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.taˈsçi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐σχί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

κατασχίζω, πρτ.: κατέχιζα, αόρ.: κατέσχισα/κατάσχισα, παθ.φωνή: κατασχίζομαι, π.αόρ.: κατασχίσθηκα, μτχ.π.π.: κατασχισμένος

Κλίση επεξεργασία

Συγκρίνετε με το κατασκίζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία