κατασκίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈsci.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐σκί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίακατασκίζω, αόρ.: κατάσκιζα, παθ.φωνή: κατασκίζομαι, π.αόρ.: κατασκίστηκα, μτχ.π.π.: κατασκισμένος
Άλλες μορφές
επεξεργασία- κατασχίζω (λογιότερο)
Κλίση
επεξεργασίαΣυγκρίεντε με την κλίση του κατασχίζω.
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασκίζω | κατάσκιζα | θα κατασκίζω | να κατασκίζω | κατασκίζοντας | |
β' ενικ. | κατασκίζεις | κατάσκιζες | θα κατασκίζεις | να κατασκίζεις | κατάσκιζε | |
γ' ενικ. | κατασκίζει | κατάσκιζε | θα κατασκίζει | να κατασκίζει | ||
α' πληθ. | κατασκίζουμε | κατασκίζαμε | θα κατασκίζουμε | να κατασκίζουμε | ||
β' πληθ. | κατασκίζετε | κατασκίζατε | θα κατασκίζετε | να κατασκίζετε | κατασκίζετε | |
γ' πληθ. | κατασκίζουν(ε) | κατάσκιζαν κατασκίζαν(ε) |
θα κατασκίζουν(ε) | να κατασκίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατάσκισα | θα κατασκίσω | να κατασκίσω | κατασκίσει | ||
β' ενικ. | κατάσκισες | θα κατασκίσεις | να κατασκίσεις | κατάσκισε | ||
γ' ενικ. | κατάσκισε | θα κατασκίσει | να κατασκίσει | |||
α' πληθ. | κατασκίσαμε | θα κατασκίσουμε | να κατασκίσουμε | |||
β' πληθ. | κατασκίσατε | θα κατασκίσετε | να κατασκίσετε | κατασκίστε | ||
γ' πληθ. | κατάσκισαν κατασκίσαν(ε) |
θα κατασκίσουν(ε) | να κατασκίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασκίσει | είχα κατασκίσει | θα έχω κατασκίσει | να έχω κατασκίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασκίσει | είχες κατασκίσει | θα έχεις κατασκίσει | να έχεις κατασκίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατασκίσει | είχε κατασκίσει | θα έχει κατασκίσει | να έχει κατασκίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασκίσει | είχαμε κατασκίσει | θα έχουμε κατασκίσει | να έχουμε κατασκίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασκίσει | είχατε κατασκίσει | θα έχετε κατασκίσει | να έχετε κατασκίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασκίσει | είχαν κατασκίσει | θα έχουν κατασκίσει | να έχουν κατασκίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασκίζομαι | κατασκιζόμουν(α) | θα κατασκίζομαι | να κατασκίζομαι | ||
β' ενικ. | κατασκίζεσαι | κατασκιζόσουν(α) | θα κατασκίζεσαι | να κατασκίζεσαι | ||
γ' ενικ. | κατασκίζεται | κατασκιζόταν(ε) | θα κατασκίζεται | να κατασκίζεται | ||
α' πληθ. | κατασκιζόμαστε | κατασκιζόμαστε κατασκιζόμασταν |
θα κατασκιζόμαστε | να κατασκιζόμαστε | ||
β' πληθ. | κατασκίζεστε | κατασκιζόσαστε κατασκιζόσασταν |
θα κατασκίζεστε | να κατασκίζεστε | (κατασκίζεστε) | |
γ' πληθ. | κατασκίζονται | κατασκίζονταν κατασκιζόντουσαν |
θα κατασκίζονται | να κατασκίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασκίστηκα | θα κατασκιστώ | να κατασκιστώ | κατασκιστεί | ||
β' ενικ. | κατασκίστηκες | θα κατασκιστείς | να κατασκιστείς | κατασκίσου | ||
γ' ενικ. | κατασκίστηκε | θα κατασκιστεί | να κατασκιστεί | |||
α' πληθ. | κατασκιστήκαμε | θα κατασκιστούμε | να κατασκιστούμε | |||
β' πληθ. | κατασκιστήκατε | θα κατασκιστείτε | να κατασκιστείτε | κατασκιστείτε | ||
γ' πληθ. | κατασκίστηκαν κατασκιστήκαν(ε) |
θα κατασκιστούν(ε) | να κατασκιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κατασκιστεί | είχα κατασκιστεί | θα έχω κατασκιστεί | να έχω κατασκιστεί | κατασκισμένος | |
β' ενικ. | έχεις κατασκιστεί | είχες κατασκιστεί | θα έχεις κατασκιστεί | να έχεις κατασκιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κατασκιστεί | είχε κατασκιστεί | θα έχει κατασκιστεί | να έχει κατασκιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασκιστεί | είχαμε κατασκιστεί | θα έχουμε κατασκιστεί | να έχουμε κατασκιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κατασκιστεί | είχατε κατασκιστεί | θα έχετε κατασκιστεί | να έχετε κατασκιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασκιστεί | είχαν κατασκιστεί | θα έχουν κατασκιστεί | να έχουν κατασκιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασκίζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κατασκίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας