διασχίσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιασχίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασχίζω
- θα διασχίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασχίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιασχίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάσχιση