↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάβημα τα διαβήματα
      γενική του διαβήματος των διαβημάτων
    αιτιατική το διάβημα τα διαβήματα
     κλητική διάβημα διαβήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάβημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάβημα < αρχαία ελληνική διαβαίνω < διά- + βαίνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική démarche) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈði̯a.vi.ma/ & /ˈðʝa.vi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐βη‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάβημα ουδέτερο

  1. οι προσπάθειες και οι ενέργειες που κάνει κάποιος, προκειμένου να πετύχει κάτι
    ※  Το ερώτημα τι μπορεί να είναι ένα ερευνητικό διάβημα στον ψυχαναλυτικό χώρο ...
    @books.google Άννα Ποταμιάνου, Λόγος και Πράξις στην Ψυχανάλυση, Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, 2012]
  2. προφορικό ή γραπτό κείμενο διαμαρτυρίας, ιδίως προς δημόσιους φορείς
  3. (διπλωματία, πολιτική) επίσημη διπλωματική ενέργεια διαμαρτυρίας ή αίτησης
    ⮡  Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέδωσαν επίσημο διπλωματικό διάβημα στο Πεκίνο με το οποίο εκφράζουν τις ανησυχίες τους

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάβημα < ελληνιστική κοινή διάβημα < αρχαία ελληνική διαβαίνω < διά- + βαίνω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάβημα ουδέτερο

  1. βήμα
  2. ενέργεια



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διάβημᾰ τὰ διαβήμᾰτ
      γενική τοῦ διαβήμᾰτος τῶν διαβημᾰ́των
      δοτική τῷ διαβήμᾰτ τοῖς διαβήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ διάβημᾰ τὰ διαβήμᾰτ
     κλητική ! διάβημᾰ διαβήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαβήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  διαβημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διάβημα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαβαίνω < διά- + βαίνω βη- + μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διάβημα ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία