Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαβηματίζω < διάβημα, διαβήματ(ος) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

διαβηματίζω

  Πηγές επεξεργασία