Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κοσμιότης αἱ κοσμιότητες
      γενική τῆς κοσμιότητος τῶν κοσμιοτήτων
      δοτική τῇ κοσμιότητ ταῖς κοσμιότησ(ν)
    αιτιατική τὴν κοσμιότητ τὰς κοσμιότητᾰς
     κλητική ! κοσμιότης κοσμιότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κοσμιότητε
γεν-δοτ τοῖν  κοσμιοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοσμιότης < κόσμιο(ς) + -της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοσμιότης, -τητος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία