↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Νέος Κόσμος οι Νέοι Κόσμοι
      γενική του Νέου Κόσμου των Νέων Κόσμων
    αιτιατική τον Νέο Κόσμο τους Νέους Κόσμους
     κλητική Νέε Κόσμε Νέοι Κόσμοι
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Νέος Κόσμος < → δείτε τις λέξεις νέος και κόσμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈne.os ˈko.zmos/

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Νέος Κόσμος αρσενικό

  1. συνοικία της Αθήνας
    ※  Σχεδόν δύο χρόνια μετά τη διακοπή του αναμένεται να επαναλειτουργήσει το τμήμα του τραμ από τη στάση Κοσομούλη, στο Νέο Κόσμο, έως το Σύνταγμα, το οποίο σταμάτησε να χρησιμοποιείται (Οκτώβριος 2018) για λόγους ασφαλείας, καθώς διέρχεται πάνω από την κοίτη του Ιλισσού ποταμού και υπάρχουν διαβρώσεις στην κάλυψη. (Δημήτρης Μπαλής, Από Νοέμβριο και πάλι τραμ Νέος Κόσμος - Σύνταγμα, huffingtonpost.gr, 15 Ιουνίου 2020)
 
Παρουσίαση του Νέου Κόσμου με πράσινο χρώμα, έναντι του Παλαιού Κόσμου που παρουσιάζεται με γκρι
  1. (ιστορία) προσδιορισμός που περιγράφει το Δυτικό Ημισφαίριο (Αμερική) ή την Αυστραλία
    ※  Αν κάτι τέτοιο επιβεβαιωθεί -και ήδη εκφράζεται μεγάλος σκεπτικισμός από άλλους επιστήμονες- τότε θα πρέπει να ξαναγραφτεί η ιστορία του Νέου Κόσμου. (Νέα έρευνα ανατρέπει την ιστορία του Νέου Κόσμου όπως την ξέρουμε, cnn.gr, 29 Απριλίου 2017)
     αντώνυμα: Παλαιός Κόσμος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία