Σύνταγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σύνταγμα | τα | Συντάγματα |
γενική | του | Συντάγματος | των | Συνταγμάτων |
αιτιατική | το | Σύνταγμα | τα | Συντάγματα |
κλητική | Σύνταγμα | Συντάγματα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Σύνταγμα < σύνταγμα
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsin.daɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σύ‐νταγ‐μα
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Σύνταγμα ουδέτερο
- κεντρική πλατεία και συνοικία της Αθήνας
- ⮡ Κλειστό το κέντρο της Αθήνας λόγω συγκέντρωσης στο Σύνταγμα