ενικός         πληθυντικός  
society societies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

society (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η κοινωνία, το σύνολο ανθρώπων που ζουν οργανωμένα
    ⮡  It’s a danger to society.
    Είναι κίνδυνος για την κοινωνία.
    ⮡  It is up to the youth to better society.
    Στους νέους ανήκει το να καλυτερέψουν την κοινωνία.
  2. η εταιρεία, μια ομάδα ανθρώπων που συγκεντρώνονται για έναν συγκεκριμένο σκοπό
    ⮡  a charitable/cultural society - μια φιλανθρωπική/πολιτιστική εταιρεία
    ⮡  I am a full member of the Society of Authors of Great Britain.
    Είμαι τακτικό μέλος της Βρετανικής Εταιρείας συγγραφέων.