κόσμους
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
κόσμους αρσενικό
- κόσμος, στην αιτιατική του πληθυντικού
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
- Ετυμολογία < κόσμος (με κώφωση του καταληκτικού -ος)
- (ιδιωματικό) ο κόσμος
- Μυαλό δέν ἔχουν, αὐτός οὑ κόσμους, θά πῶ, εἶπεν ἡ θειά τό Μαλαμώ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)