Δείτε επίσης: κόσμος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -κοσμος οι -κοσμοι
      γενική του -κοσμου των -κοσμων
    αιτιατική τον -κοσμο τους -κοσμους
     κλητική -κοσμε -κοσμοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
-κοσμος < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική -leute[1]
(επιστημονικοί όροι) < (λόγιο δάνειο) γαλλική -cosme < αρχαία ελληνική κόσμος[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.zmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -κοσ‐μος

  Επίθημα

επεξεργασία

-κοσμος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • -κοσμοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)