↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοσμικός η κοσμική το κοσμικό
      γενική του κοσμικού της κοσμικής του κοσμικού
    αιτιατική τον κοσμικό την κοσμική το κοσμικό
     κλητική κοσμικέ κοσμική κοσμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοσμικοί οι κοσμικές τα κοσμικά
      γενική των κοσμικών των κοσμικών των κοσμικών
    αιτιατική τους κοσμικούς τις κοσμικές τα κοσμικά
     κλητική κοσμικοί κοσμικές κοσμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοσμικός (συμπαντικός) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κοσμικός[1]
(μη θρησκευτικός) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοσμικός
(κοινωνικός) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική mondaine

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.zmiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐σμι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

κοσμικός -ή -ό

  1. που αναφέρεται ή προέρχεται από τον κόσμο, το σύμπαν
    η κοσμική ακτινοβολία
  2. που αναφέρεται σε κοινωνικές εκδηλώσεις
    η γνωστή κοσμική κυρία έκανε την εμφάνισή της στη δεξίωση του εφοπλιστή
  3. που αναφέρεται στην κοινωνία και όχι στην εκκλησία ή τη θρησκεία
    το κοσμικό κράτος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία