Δείτε επίσης: Ασία
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀσί
      γενική τῆς Ἀσίᾱς
      δοτική τῇ Ἀσί
    αιτιατική τὴν Ἀσίᾱν
     κλητική ! Ἀσί
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀσία < μυκηναϊκή 𐀀𐀯𐀹𐀊 (α-σι-ϝι-jα) < χεττιτική 𒀸𒋗𒉿 (ασ̌-σ̌υ-ϝα/Ασσούβα/, βορειοδυτική Ανατολία) < ακκαδική 𒀀𒍮 (α-ṣυ) (ανατέλλω, ανεβαίνω, φεύγω, αναχωρώ)

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • η λέξη αρχικώς σήμαινε η Ανατολία και η Μικρά Ασία και ύστερα κατά την ρωμαϊκή περίοδο σήμαινε η ρωμαϊκή επαρχία σε εκείνη την περιοχή, η σημερινή σημασία της ολόκληρης ηπείρου υιοθετήκε υστερογενώς από Ρωμαίους συγγραφείς όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀσία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. η Ανατολία, η Μικρά Ασία
  2. (ελληνιστική κοινή) η Ασία (Ρωμαϊκή επαρχία στη δυτική Ανατολία)
  3. (ελληνιστική κοινή) (ήπειρος) η Ασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία