Ἀσία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀσίᾱ | ||
γενική | τῆς | Ἀσίᾱς | ||
δοτική | τῇ | Ἀσίᾳ | ||
αιτιατική | τὴν | Ἀσίᾱν | ||
κλητική ὦ! | Ἀσίᾱ | |||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀσία < μυκηναϊκή 𐀀𐀯𐀹𐀊 (α-σι-ϝι-jα) < χεττιτική 𒀸𒋗𒉿 (ασ̌-σ̌υ-ϝα/Ασσούβα/, βορειοδυτική Ανατολία) < ακκαδική 𒀀𒍮 (α-ṣυ) (ανατέλλω, ανεβαίνω, φεύγω, αναχωρώ)
Σημειώσεις
επεξεργασία- η λέξη αρχικώς σήμαινε η Ανατολία και η Μικρά Ασία και ύστερα κατά την ρωμαϊκή περίοδο σήμαινε η ρωμαϊκή επαρχία σε εκείνη την περιοχή, η σημερινή σημασία της ολόκληρης ηπείρου υιοθετήκε υστερογενώς από Ρωμαίους συγγραφείς όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈσία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η Ανατολία, η Μικρά Ασία
- (ελληνιστική κοινή) η Ασία (Ρωμαϊκή επαρχία στη δυτική Ανατολία)
- (ελληνιστική κοινή) (ήπειρος) η Ασία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ἀσία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Ἀσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.