Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀσιάρχης οἱ Ἀσιάρχαι
      γενική τοῦ Ἀσιάρχου τῶν Ἀσιαρχῶν
      δοτική τῷ Ἀσιάρχ τοῖς Ἀσιάρχαις
    αιτιατική τὸν Ἀσιάρχην τοὺς Ἀσιάρχᾱς
     κλητική ! Ἀσιάρχ Ἀσιάρχαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀσιάρχ
γεν-δοτ τοῖν  Ἀσιάρχαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀσιάρχης < Ἀσία + -άρχης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ἀσιάρχης αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀσιάρχης αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία